- προτεύχω
- προ-τεύχω, pass. perf. inf. προτετύχθαι: perf. pass., be past and done, let ‘by-gones by by-gones.’ (Il.)
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
προτεύχω — ΜΑ 1. κάνω κάτι εκ τών προτέρων 2. παθ. προτεύχομαι (ποιητ. τ.) έρχομαι στο φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τεύχω «κατασκευάζω»] … Dictionary of Greek
προτετύχθαι — προτεύχω to have happened beforehand perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προέτευξαν — προτεύχω to have happened beforehand aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)